Η χρονιά των μεγάλων ανατροπών
Pop και ηλεκτρονική μουσική 2024

 © Leonhard Simon; picture alliance/SZ Photo

του Kristoffer Cornils

Η τάση της προηγούμενης χρονιάς συνεχίστηκε: Το 2024 ήταν η χρονιά που η ηλεκτρονική χορευτική μουσική, η EDM, πέρασε οριστικά από τον αντεργκράουντ στον χώρο της mainstream pop. Ενώ, όμως, άρθηκαν οι αυστηροί μουσικοί διαχωρισμοί ανάμεσα στην ευρύτερη κουλτούρα και την «υποκουλτούρα», σε οικονομικό επίπεδο η ψαλίδα άνοιξε περισσότερο από ποτέ. Έτσι, ευημερούν μόνο οι μεγάλες εταιρείες, ενώ τα μικρά και μεσαίου μεγέθους φεστιβάλ και κλαμπ αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Ποιες επιπτώσεις θα έχει αυτό στην πολιτιστική ποικιλομορφία της Γερμανίας;  

Ενώ ο κόσμος της αγγλόφωνης pop πέρασε χάρη στην Charli XCX ένα «brat»  καλοκαίρι ή ρουφούσε χαλαρά τον Espresso του με τη Sabrina Carpenter, οι Γερμανοί γύμναζαν κοιλιά, πόδια και γλουτούς με το Bauch Beine Po. Μεταξύ  Αυγούστου και Σεπτεμβρίου το σινγκλ της Shirin David κυριαρχούσε στα μουσικά πράγματα της χώρας. Η αρμόδια για τα γερμανικά charts εταιρεία έρευνας αγοράς GfK Entertainment αποφάνθηκε πως αυτό ήταν το καλοκαιρινό χιτ του 2024. Το Bauch Beine Po μπορεί να μην ήταν ο μακροβιότερος ύμνος του καλοκαιριού ‒αυτόν τον τίτλο τον κέρδισε το Wunder των Ayliva & Apache 207‒, όμως δίχασε το κοινό όσο κανένα άλλο τραγούδι.

Το Bauch Beine Po ήταν αξιοσημείωτο και για έναν ακόμα λόγο. Η πρώην YouTuber Shirin David βασίστηκε μεν στον εδραιωμένο από χρόνια συνδυασμό μιας τραγουδιστής ραπ με πιασάρικα pop στοιχεία, αλλά πρόσθεσε στο μείγμα και ένα τρίτο είδος: το χοροπηδηχτό μπιτ με τα χορευτικά μπάσα που είναι ξεκάθαρα εμπνευσμένο από το Eurodance της δεκαετίας του ’90. Ένα παρόμοιο υβρίδιο παρουσίασαν και ο Finch, η Katja Krasavice και ο Luca-Dante Spadafora με τον Niklas Dee στο One Night Stand, ενώ οι Ayliva & Apache 207 χόρεψαν σε ρυθμούς της ρεγκετόν και ο Bennett συνδύασε για το Vois sur ton chemin (Techno Mix) έναν κανόνα από παιδική χορωδία συνοδεία πιάνου με μια σκληρή ηλεκτρονική μπότα.
 
Όλα αυτά τα κομμάτια εξασφάλισαν μια 1η θέση στα charts. Αυτό δείχνει ότι η ηλεκτρονική χορευτική μουσική έχει επιστρέψει στον mainstream χώρο. Αφού για πολλά χρόνια τον πρώτο λόγο είχε η ραπ, τώρα η πρωτοκαθεδρία του είδους αυτού μοιάζει να αμφισβητείται – ή, μάλλον, τα όρια ανάμεσα στα είδη και τις υποκουλτούρες σβήνουν σιγά σιγά, κάτι το οποίο υπογραμμίζει και η επιτυχία του Bauch Beine Po. Στη διαδικασία αυτή, δεν οικειοποιείται μόνο η mainstream μουσική τον ήχο της άντεργκραουντ. Συμβαίνει και το αντίστροφο: όλο και περισσότεροι/-ες παραγωγοί της techno και της house επιδιώκουν συνειδητά να μπουν στο πάνθεον της pop. Για παράδειγμα, ο dj Marlon Hoffstadt ‒από εκείνους που πρωτοστάτησαν στην επάνοδο της Eurodance‒, υπέγραψε πρόσφατα συμβόλαιο με την Columbia της Sony.

Εμβληματικές μορφές της αντεργκράουντ σκηνής συνεργάζονται τώρα με μεγάλες δισκογραφικές – κάτι που πριν από μερικά χρόνια θα προκαλούσε αντιδράσεις και μομφές για «ξεπούλημα» στη σκηνή των club, η οποία εμφανιζόταν ιδιαίτερα ευαίσθητη όσον αφορούσε τη συνέπεια στην ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των δημιουργών της, σήμερα μοιάζει ανάξιο λόγου. Αυτό ίσως πρέπει να θεωρηθεί και ως έκφραση μιας αντιφατικής κοσμοαντίληψης. Κομμάτια όπως το Bauch Beine Po και το One Night Stand ασπάζονται –τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση– την κοινωνία της κατανάλωσης και των επιδόσεων, αλλά την ίδια στιγμή εξυμνούν, θα λέγαμε, και έναν άκρατο ηδονισμό, σαν εκείνον που προέβαλλε η rave κουλτούρα της δεκαετίας του ’90.

Φυγή από την πραγματικότητα ή κοινωνική δέσμευση

Η αντιληπτή ήδη την προηγούμενη χρονιά νοσταλγία για τον ήχο και την αισθητική της δεκαετίας αυτής έγινε αισθητή και το 2024. Συνοδεύτηκε μάλιστα από  αναδρομές –με μια ειρωνική υπερβολή, κάποιες φορές– σε ορόσημα και ιδεατούς τόπους της pop κουλτούρας. Με τον τρίτο δίσκο τους Kult, οι Roy Bianco & Die Abbrunzati Boys προσκαλούσαν εκ νέου στη γνωστή από τα ’90s εξιδανικευμένη εκδοχή της Ιταλίας, βρίσκοντας απήχηση τόσο στο hip κοινό όσο και στην εκπομπή «Fernsehgarten» του ZDF η οποία μονοπωλείται από σουξέ. Παράλληλα με αυτό το hype της ιταλικής pop στον γερμανικό χώρο, η σκηνή των κλαμπ δόξαζε την dolce vita: Η αναβίωση της ιταλικής ντίσκο, την οποία βλέπουμε εδώ και χρόνια, έφτασε στο αποκορύφωμά της χάρη στη συλλογή Kapote presents Italomania Vol. 2 της βερολινέζικης δισκογραφικής Toy Tonics.

Πρέπει να ερμηνευθούν όλα αυτά ως ανάγκη για φυγή από την πραγματικότητα; Όχι ακριβώς – ή τουλάχιστον, όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Με την επανακυκλοφορία του τραγουδιού Zeit, dass sich was dreht [αγγλική βερσιόν: Celebrate the Day], που είχε πρωτοβγεί για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 2006, ο Herbert Grönemeyer και ο $oho Bani έστειλαν ένα ισχυρό διαγενεακό μήνυμα, καλώντας σε περισσότερη κοινωνική ευαισθητοποίηση και συμμετοχή. Πριν από αυτό, η νεαρή τραγουδίστρια Soffie προσέφερε ένα soundtrack για διαδηλώσεις με το Für immer Frühling, ένα τραγούδι που κινητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους να κατέβουν στους δρόμους μετά τα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για πιθανές μαζικές εκτοπίσεις από δεξιές λαϊκιστικές και εξτρεμιστικές δυνάμεις. Επομένως, και το 2024 αποδείχτηκε πως η pop μπορεί όχι μόνο να αντανακλά την κατάσταση πραγμάτων στην κοινωνία, αλλά και να γίνει καταλύτης και κινητήρια δύναμη στον πολιτικό διάλογο.
 
Ενώ στον κόσμο της pop τα μουσικά είδη αναμειγνύονται όλο και περισσότερο, σε επίπεδο περιεχομένου παρατηρείται ένας έντονος δυϊσμός. Από τη μια μεριά, είδαμε να εξυμνείται η αυτοβελτίωση και ο ατομικισμός, από την άλλη να δυναμώνουν οι φωνές για επίδειξη θάρρους εκ μέρους των πολιτών στην υποστήριξη ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αξιών και για περισσότερη κοινωνική αλληλεγγύη. Την αντίθεση αυτή ενσαρκώνει και πάλι η Shirin David όσο κανένας άλλος: Παρόλο που η τραγουδίστρια αυτοαποκαλείται φεμινίστρια, οι στίχοι του Bauch Beine Po δέχτηκαν δριμεία κριτική για το «αντιφεμινιστικό τους περιεχόμενο» – μεταξύ των επικριτών ήταν και η πολιτικός Caren Lay (Die LINKE), που απάντησε με τη δική της εκδοχή του κομματιού, μια βερσιόν «ενδυνάμωσης».

Βρισκόμαστε μπροστά στον «θάνατο» των κλαμπ;

Η σκηνή των κλαμπ ήταν ανέκαθεν ένας χώρος στον οποίο εκφράζονταν και επιλύονταν τέτοιες διαφωνίες μεταξύ των υποστηρικτών του ηδονισμού και εκείνων του ακτιβισμού. Οι αντιπαραθέσεις αυτές χαρακτηρίζονταν πάντα από ένταση και υψηλούς τόνους, ανεξαρτήτως του εάν πολλοί οπαδοί της σκηνής συνέρρεαν προφανώς στα κλαμπ τα Σαββατοκύριακα για να ξεχάσουν την καθημερινότητά τους. Αυτή τη στιγμή, στο επίκεντρο της διαμάχης είναι η τοποθέτηση απέναντι στον πόλεμο της Εγγύς Ανατολής, που απειλεί να διαρρήξει σχέσεις οι οποίες καλλιεργήθηκαν προσεκτικά και με φροντίδα μέσα στα χρόνια. Κι αυτό ενώ σήμερα περισσότερο από ποτέ η σκηνή έχει ανάγκη τη συνοχή, δεδομένης της βαθιάς οικονομικής κρίσης που βιώνει. Αφενός η διαρκής αύξηση των τιμών και αφετέρου η συνεχής συρρίκνωση των εσόδων έχουν παγιδέψει φεστιβάλ και κλαμπ της ηλεκτρονικής μουσικής σε έναν φαύλο κύκλο. Λίγο βοηθά το γεγονός ότι η βερολινέζικη κουλτούρα των κλαμπ εντάχθηκε πέρυσι από την UNESCO στον κατάλογο της άυλης παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Για όσους δεν είναι άμεσα εμπλεκόμενοι μπορεί να φαίνεται ανεξήγητο ότι η dance μουσική κατακτά τα charts, ενώ παράλληλα φεστιβάλ και κλαμπ αγωνίζονται να επιβιώσουν. Πράγματι, σε μια πιο προσεκτική ματιά, αποδεικνύεται ότι η κρίση πλήττει κυρίως τους μικρούς και μικρομεσαίους του χώρου, ενώ οι μεγάλοι θεσμοί και φορείς ευημερούν. Εταιρείες με διεθνή δραστηριοποίηση από τον κλάδο των φεστιβάλ και των συναυλιών, όπως η Live Nation ή η γερμανική CTS Eventim καταγράφουν τζίρους-ρεκόρ, ενώ οι ουρές έξω από ονομαστά κλαμπ όπως το βερολινέζικο Berghain μεγαλώνουν ολοένα. Σε άλλα μαγαζιά της ίδιας γειτονιάς, ωστόσο, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική.

Από το Berghain είναι μόνο 20 λεπτά περπάτημα ως την Όμπερμπαουμπρυκε. Εκεί παραμένει σθεναρά στη θέση του από το 2002 το Watergate. Στο τέλος της χρονιάς, όμως, το κλαμπ θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον χώρο αυτό με θέα στον Σπρέε ‒ η οικονομική κατάσταση καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας του. Παρόμοια τύχη θα έχει και το Institut fuer Zukunft της Λειψίας, που στο τέλος του χρόνου θα κλείσει οριστικά τις πύλες του, ενώ άλλοι φορείς που σχετίζονται με τη σκηνή των κλαμπ, όπως το Hafenklang στο Αμβούργο ή το Conne Island, επίσης στη Λειψία, τα βγάζουν πέρα μόνο χάρη στο crowdfunding. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα του τέλους των κλαμπ, που τόσες φορές ακούσαμε να προφητεύεται τα τελευταία χρόνια;

Η «αναδιάρθρωση της αγοράς» στο τοπίο των φεστιβάλ

Μια έρευνα που διεξήγαγε η ένωση εταιρειών του κλάδου LiveKomm έδειξε μια δυσοίωνη εικόνα για το τέλος της χρονιάς. Από τους 121 συναυλιακούς χώρους που πήραν μέρος, το 43% προέβλεψαν επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης την επόμενη χρονιά. Το 16% δήλωσαν πως σκέφτονται ακόμα και το κλείσιμο της επιχείρησής τους μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες. Τα νούμερα είναι ανησυχητικά, ενώ παρόμοια είναι τα αντίστοιχα στοιχεία της έρευνας από τον κλάδο των φεστιβάλ. Το techno φεστιβάλ The Third Room από τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αναγκάστηκε να ακυρώσει την πρώτη του διοργάνωση λόγω μειωμένης προπώλησης, και για τον ίδιο λόγο το Nachtiville, που φιλοξενεί όλων των ειδών τις εκφάνσεις της EDM, τον Ιανουάριο δεν θα επιστρέψει στο Weissenhäuser Strand της Βαλτικής.

Δεν πρόκειται για εξαιρέσεις. Το παράδειγμα του Melt καθιστά σαφές ότι ακόμα και τα φεστιβάλ που συνδυάζουν την pop με την ηλεκτρονική μουσική βρίσκονται σε επισφαλή θέση. Παρόλο που διοργανώνεται από την εταιρεία GoodLive και από τότε που το ανέλαβε η Live Nation, γίγαντας στον κλάδο της ψυχαγωγίας, ανήκει στο πρόγραμμα της παγκοσμίως πιο ισχυρής επιχείρησης του χώρου των φεστιβάλ, η φετινή διοργάνωση στο Ferropolis της Σαξονίας-Άνχαλτ ήταν μετά από 27 χρόνια η τελευταία. Από την αρχή της πανδημίας, πολλοί προειδοποιούν για μια «αναδιάρθρωση της αγοράς» στον κλάδο των φεστιβάλ, η οποία πλέον φαίνεται πως είναι σε εξέλιξη.
 
Ενώ τα τελευταία χρόνια, μπόρεσαν να εδραιωθούν καινούργια φεστιβάλ, όπως το Whole United Queer Festival, επίσης στο Ferropolis, ή το good2u στο Γκαίρλιτς, οι προοπτικές στο τοπίο των φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής είναι εξίσου δυσμενείς όπως εκείνες της σκηνής των κλαμπ. Η απώλεια ακόμη περισσότερων κλαμπ και φεστιβάλ θα μπορούσε να έχει άσχημες επιπτώσεις στον ευρύτερο μουσικό χώρο. Γιατί δεν πρόκειται απλώς για μέρη ζωτικής σημασίας όσον αφορά το κοινό, αλλά και για τους πυλώνες του οικονομικού οικοσυστήματος των μουσικών.

Τι σημαίνει η κρίση αυτή για τη μουσική ποικιλομορφία;

Παραγωγοί της EDM όπως ο Skee Mask και η Daniela La Luz, το δίδυμο Hjirok (Hani Mojtahedy και Andi Toma) που κινείται μεταξύ παραδόσεων των Σούφι και dub μπάσων, ή καλλιτέχνες/-δες που δουλεύουν στο μεταίχμιο μεταξύ ηλεκτρονικής μουσικής και pop, όπως η Golden Diskó Ship και η Mary Ocher, κυκλοφόρησαν την περασμένη χρονιά δυνατούς δίσκους. Με τα κέρδη από τους δίσκους αυτούς, όμως, πιθανότατα δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε το νοίκι τους. Τα λάιβ, τα dj set σε κλαμπ και οι εμφανίσεις σε φεστιβάλ είναι η κύρια πηγή εσόδων τους, άρα είναι πολύ σημαντικά για να συνεχίσουν να ασκούν την τέχνη τους. Αν όλα αυτά αρχίζουν να χάνονται, ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στην ποικιλομορφία του γερμανικού μουσικού τοπίου;

Λόγω της σοβαρότητας της οικονομικής κρίσης και των πιθανών επιπτώσεών της στον πολιτισμό, αυξάνονται οι εκκλήσεις για πολιτική παρέμβαση και βοήθεια. Ωστόσο, το κονδύλι ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ που πρώτη φορά δόθηκε για τη στήριξη των φεστιβάλ από τον Εντεταλμένο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης για τον Πολιτισμό και τα Μέσα δεν μπόρεσε να δώσει λύση στη συνολική κατάσταση και, δεδομένου του περιορισμένου προϋπολογισμού της κυβέρνησης, δεν φαίνεται πιθανή περαιτέρω χρηματοδότηση. Επιπλέον, η τροποποίηση του ομοσπονδιακού κτιριοδομικού κανονισμού και οι οδηγίες ελέγχου του θορύβου, που υποτίθεται πως έχουν σκοπό να ωφελήσουν τα κλαμπ εντός του αστικού ιστού, δεν έχουν ακόμα τεθεί σε ισχύ.  

Οι κλάδοι των φεστιβάλ και των συναυλιών, επομένως, όπως και η σκηνή των κλαμπ έχουν πίσω τους μια εποχή στερήσεων. Το 2024 θα περάσει μάλλον στην ιστορία της μουσικής ως η χρονιά των ανατροπών. Γιατί όσο κι αν ήρθαν πιο κοντά, μουσικά τουλάχιστον, η pop και η ηλεκτρονική μουσική και παρόλο που τα ιδεολογικά όρια μεταξύ ευρύτερης κουλτούρας και υποκουλτούρας έγιναν πιο ρευστά, από οικονομική άποψη η ψαλίδα ανάμεσά τους άνοιξε περισσότερο από ποτέ. Κι αυτό αναμφίβολα θα αφήσει τα σημάδια του στο μουσικό τοπίο. Ποια θα είναι αυτά μένει να το δούμε την ερχόμενη χρονιά.

Συντάκτης

Ο Kristoffer Cornils είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος για θέματα πολιτισμού, ο οποίος σε τρεις προηγούμενες ζωές ήταν συντάκτης στα περιοδικά Groove, Spex και field notes. Ιστοσελίδα: www.konkrit.de
Copyright: Goethe-Institut e. V., Bereich Musik Januar 2025
Ιανουάριος 2025